ΠΑΤΗΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΜΕΝΟΥ

Δε θα βρω κανέναν να με κοιτάζει όπως εσύ…ακόμα και όταν είχα τα “μπουρίνια” μου

Advertisement

Της Στεύης Τσούτση.

«Αγαπημένο μου κουτάβι, Μπορεί να μην είσαι τόσο μικρό πια, όπως όταν σε φέρανε πρώτη φορά στην αγκαλιά μου. Μπορεί για τα ανθρώπινα χρόνια να έχεις πλέον την ηλικία του μπαμπά μου, αλλά για μένα δεν αλλάζει τίποτα. Για μένα θα είσαι πάντα ο γιος μου κι εγώ η μαμά. Που θα σε φροντίσει, θα σε κανακέψει, θα σε πάει βόλτα, θα σε διαπαιδαγωγήσει. Μέρες τώρα μου λένε πως δεν είσαι καλά. Μέρες τώρα, προσπαθούν να με πείσουν πως αυτός ο δαίμονας που πριν λίγο καιρό κόντεψε να «πάρει» τη μαμά μου, απειλεί κι εσένα. Καρκίνος. Μα αρνούμαι. Είσαι τόσο μικρός ακόμη. Δε θέλω να φύγεις. Πόσο μάλλον δε θέλω να χρειαστεί να σε «διώξω» εγώ.

Μου είσαι πολύτιμος. Εσύ έμεινες πάντα στο πλευρό μου. Δε με πρόδωσες ποτέ. Με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα κατανόησης ήξερες πότε δεν ήμουν καλά. Πότε πονώ και πότε χαίρομαι, πότε αναζητώ παρέα και πότε θέλω να βυθιστώ στη μοναξιά μου. Κι ανάλογα έπραττες. Άλλες φορές θα ερχόσουν και πεισματικά θα ζητούσες να χωθείς στην αγκαλιά μου. Γιατί ήξερες πως χαϊδεύοντας σε θα νιώσω πολύ καλύτερα. Ήξερες πότε έπρεπε να κρυφτείς και να με αφήσεις διακριτικά μόνη. Κι όταν κόπαζε το «μπουρίνι» μέσα μου, άκουγα δειλά δειλά το βάδισμα σου στο πάτωμα. Σε άκουγα να έρχεσαι και περίμενα να δω τα πλατιά μακριά αυτιά στην πόρτα. Με την ουρά να προσπαθεί να ξεκολλήσει από το κούνημα.

Θυμάμαι τα χάδια και τα παιχνίδια μας. Θυμάμαι το ένοχο ύφος σου όταν ερχόμουν κι έβρισκα το σπίτι άνω κάτω και το πάτωμα βρεγμένο. Τον τρόπο που πήγαινες ένοχος στο καλαθάκι σου στο άκουσμα του «Είσαι τιμωρημένος κύριε»… Τις βόλτες μας, με εσένα να τρελαίνεσαι στη θέα του οτιδήποτε παράξενου, χρωματιστού και φασαριόζικου και να τραβάς το λουρί κι εμένα μαζί. Να με τρέχεις. Τόσο που να μην ξέρω από ένα σημείο και μετά αν εγώ κάνω βόλτα εσένα ή εσύ εμένα. Παιδάκι μου… Μιλώ τόση ώρα σε παρελθοντικό χρόνο λες και δεν είσαι πια εδώ. Κι ας είσαι. Ντροπή μου. Τι μάνα είμαι εγώ;

Δε θέλω να μου πεθάνεις. Δε θέλω να φύγεις. Δεν αντέχω να με αφήσεις κι εσύ μόνη, όπως έκαναν άλλοι κι άλλοι. Φίλοι που αποδείχτηκαν λίγοι, σύντροφοι που αποδείχτηκαν ακόμη πιο λίγοι. Ή πάλι να μην ήμουν αρκετή εγώ. Ποιος ξέρει; Ποιος θα είχε ποτέ το αντικειμενικό εκείνο βλέμμα που χρειάζεται για να μου πει; Εγώ πάντως όχι. Ούτε καν εσύ μικρέ, γλυκέ μου σύντροφε. Δε θα βρω κανένα να με κοιτάζει όπως εσύ. Αυτό σκέφτομαι τις ώρες της μεγάλης μοναξιάς μου. Τις ώρες που είμαστε μόνο εσύ κι εγώ. Κι αυτός ο παλιοκαρκίνος απειλεί να μου στερήσει κι εσένα. Δε θέλω. Δεν μπορώ. Δεν το αντέχω. Και θα το παλέψω. Όπως πάλεψα τότε με τη μαμά. Έτσι και με σένα. Και σε πείσμα όλων που βιάστηκαν να σε κάνουν παρελθόν, ακόμη και του ίδιου μου του υποσυνείδητου, εγώ θα σε κρατήσω ζωντανό. Γιατί πρέπει. Γιατί θέλω.

Γιατί μπορεί για πολλούς να είμαι η τρελή με τις πυτζάμες που κάνει βόλτα το σκύλο της μες τη νύχτα, αλλά για σένα είμαι η στοργική μάνα που καλύπτει τις ανάγκες σου ότι ώρα και να είναι. Που σε φροντίζει σα μωρό. Ελλείψει δικού της μωρού. Και για μένα είσαι η ισορροπία του βιολογικού μου ρολογιού. Το παιδί που στα σαράντα μου δεν απέκτησα. Κι ας το ήθελα. Ένας Θεός ξέρει πως το ήθελα και πως το θέλω ακόμη. Γι’ αυτό φρόντισε να ζήσεις. Μόνο όσοι έχουν ζώο θα καταλάβουν τη στενοχώρια και το χτυποκάρδι μου. Το κενό που καλύπτει ένα μικρό πλασματάκι στη ζωή μας. Ένα κενό που μπορεί να μην ξέραμε καν ότι υπάρχει. Αυτή τη βαθιά αγάπη και την ευγνωμοσύνη στο Σύμπαν για την παρουσία του στο σπίτι. Και την απέραντη θλίψη σε κάθε αρρώστια. Τη βαθιά επιθυμία να είναι γερό και δυνατό κι ας κάνει το σπίτι μαντάρα.

Ζήσε. Μείνε. Κι ας παλεύω με χλωρίνες να καθαρίσω το «πέρασμα» σου. Δε με νοιάζει. Κι ας “μακέλεψες” τα Χριστούγεννα τους κουραμπιέδες που άφησα αφύλακτους. Κι ας “σφύριζες” αδιάφορα με την άσπρη από άχνη μουσούδα σου μετά. Μοναχά μείνε. Κανείς δε θα καταφέρει ποτέ να πάρει τη θέση σου. Οπότε άδικος κόπος να την αφήσεις αδειανή…»

Στη Β.

Πηγή

Advertisement